- θελήματα
- желания
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
θελήματα — θέλημα will neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Третий Константинопольский собор — Дата 680 год 681 гг. Признаётся Католицизм, Православие Предыдущий Собор Второй Константинопольский собор Следующий Собор (Католицизм) Второй Никейский собор (Православие) Трулльский собор Созван Константином IV Под председательством Георгия и … Википедия
въкоренитисѧ — ВЪКОРЕН|ИТИСѦ (5*), ЮСѦ, ИТЬСѦ. гл. Укорениться: ѥдиньство... и оудалѥниѥ. по||мыслы нѣкы˫а и волѥю [θελήματα ‘желания’] насажаѥть самовольна ˫аже и самолюбьзнаго ради. въ дьно ср҃дца въкорен˫атьс˫а и подъсѣд˫ать. (ῥιζοῦται) ЖФСт XII, 98–99;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεληματάρης — άρα, άρικο (Μ θεληματάρης, άρα, άρικο και θεληματάριος, ον) νεοελλ. αυτός που κάνει θελήματα με αμοιβή ή δωρεάν μσν. 1. πεισματάρης 2. απειθάρχητος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) (στο Βυζάντιο) οἱ θεληματάριοι εθελοντές μισθοφόροι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μάγκας — ο, θηλ. μάγκισσα 1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα 2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και… … Dictionary of Greek
νιώμα — το [νιώθω] 1. αίσθηση 2. ψυχή («εις δύο συνηβασμένα θελήματα ένα νιώμα», Πιστ. βοσκ.) … Dictionary of Greek
χουσμετιάρης — α, ικο, Ν αυτός που κάνει θελήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουσμέτι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] … Dictionary of Greek
Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που … Dictionary of Greek
θέλημα — το, ατος 1. επιθυμία: Ήτανθέλημα του πατέρα μου να γίνω γιατρός. 2. παραγγελία: Κάνει θελήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεληματάρης — ο θηλ. α ουδ. ικο 1. αυτός που κάνει θελήματα (μικροπαραγγελίες), ο πρόθυμος και ικανός για μικροθελήματα. 2. που έχει αλύγιστη θέληση, πεισματάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουσμετιάρης, -α, -ικο — αυτός που κάνει χουσμέτια, θελήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)